- ναπολιτάνικος
- -η, -οαυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην πόλη Νεάπολη της Ιταλίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ναπολιτάνικος — η, ο (Μ ναπολιτάνικος και ἀναπολιτάνικος, η, ον) [Ναπολιτάνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη τής Ιταλίας Νεάπολη ή που παράγεται στη Νεάπολη («ναπολιτάνικο κρασί») … Dictionary of Greek
μαστίφ — (mastiff). Κοινή ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται διάφορες ράτσες σκύλων, μολοσσοειδούς τύπου. Το ύψος των αρσενικών φτάνει τα 65 75 εκ. στο ακρώμιο, ενώ στα θηλυκά τα 60 70 εκ. Το τρίχωμά τους είναι ίσιο, πυκνό, με γυαλιστερή εμφάνιση, σε… … Dictionary of Greek
μολοσσός — Σκύλος εξαιρετικά ρωμαλέος και θαρραλέος, από τον οποίο χαρακτηρίστηκε και ο τύπος των μολοσσοειδών. Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν μακεδονικοί και ρωμαϊκοί μολοσσοί· ο σημερινός μ. προέρχεται από μια φυλή που ζει από αιώνες στην Καμπανία της… … Dictionary of Greek
νεαπολίτικος — η, ο [Νεάπολη] ο νεαπολιτανικός, ναπολιτάνικος … Dictionary of Greek
νεαπολιτανικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νεάπολη ή στους Νεαπολίτες ή αυτός που προέρχεται από τη Νεάπολη, ναπολιτάνικος 2. φρ. «νεαπολιτανική έκτη» μουσ. ιδιότυπη συγχορδία που αποδίδεται στους διδασκάλους τής σχολής τής Νεάπολης τής Ιταλίας.… … Dictionary of Greek